καθεύρω

καθεύρω
καθευρίσκω
discover
aor ind mid 2nd sg
καθευρίσκω
discover
aor subj act 1st sg
καθευρίσκω
discover
aor subj act 1st sg
καθευρίσκω
discover
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθευρίσκω — (AM) μσν. μέσ. καθευρίσκομαι παρευρίσκομαι αρχ. 1. βρίσκω, ανακαλύπτω («ποῑ ποῑ καθεύρω κλεινὸν Ὠκύπουν φίλοι», Λουκιαν.) 2. παθ. καθευρίσκομαι καταλαμβάνομαι, συλλαμβάνομαι την ώρα που διαπράττω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὑρίσκω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”